- πόριμος
- -ον, θηλ. και -ίμη, Α1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικός («ῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.)2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)4. (για τροφή) εύπεπτη5. αυτός που έχει άφθονους πόρους, εύπορος6. αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί κάποιος7. (κατ' επέκτ.) δυνατός, κατορθωτός («ἔρωτι δὴ πάντα πόριμα», Λουκιαν.)8. το ουδ. ως ουσ. τὸ πόριμοντο ωφέλιμο, το επωφελές9. φρ. «ἄπορα πόριμος» — αυτός που κάνει τα αδύνατα δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. χρήσ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.